- διαλογισμός
- διαλογισμόςbalancing of accountsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλογισμός — ο (AM διαλογισμός) [διαλογίζομαι] στοχασμός, σκέψη, συλλογισμός αρχ. 1. ισοζύγιση λογαριασμών 2. συζήτηση 3. δισταγμός, αμφιβολία … Dictionary of Greek
διαλογισμός — ο στοχασμός, σκέψη, συλλογισμός: Ο διαλογισμός διδάσκεται σε όσους ακολουθούν το βουδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλογισμοῖς — διαλογισμός balancing of accounts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμοί — διαλογισμός balancing of accounts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμοῦ — διαλογισμός balancing of accounts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμούς — διαλογισμός balancing of accounts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμῶν — διαλογισμός balancing of accounts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμῷ — διαλογισμός balancing of accounts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλογισμόν — διαλογισμός balancing of accounts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia